- χειμωνικός
- χειμωνικόςfor winter usemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειμωνικός — ή, ό / χειμωνικός, ή, όν, ΝΑ [χειμών, ῶνος] νεοελλ. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού χειμώνα 2. το ουδ. ως ουσ. το χειμωνικό το καρπούζι 3. παροιμ. α) «δύο χειμωνικά σε μια μασχάλη» λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή… … Dictionary of Greek
χειμωνικόν — χειμωνικός for winter use masc acc sg χειμωνικός for winter use neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμωνικοῦ — χειμωνικός for winter use masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμωνικῷ — χειμωνικός for winter use masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμποδισμός — και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός) εμπόδιση, εμπόδιο μσν. 1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος 2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.) … Dictionary of Greek
χειμωνικό — το, Ν βλ. χειμωνικός … Dictionary of Greek